σεφ

σεφ
ο, η, Ν
(ξεν. λ.) άκλ.
1. προϊστάμενος, αρχηγός, διευθυντής
2. αρχιμάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chef < λατ. caput «κεφαλή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • Olympiacos B.C. — For the parent multisport club, see Olympiacos CFP. Olympiacos Piraeus B.C. Nickname Thrylos (Legend) Kokkini (Reds) Erythrolefki (Red Whites) …   Wikipedia

  • Dura Parchment 24 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0212 Dura p. 24 in facsimile …   Wikipedia

  • ημίσκληρος — η, ο 1. όχι εντελώς σκληρός («ημίσκληρος σίτος») 2. (μεταλλ.) χαρακτηρισμός ορισμένων χαλύβων με μικρή περιεκτικότητα άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι * + σκληρός με τη δεύτερη σημ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”